Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθρωπότητα η [anθropótita] Ο28 : το σύνολο των ανθρώπων επάνω στη γη, σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή και γενικότερα, το ανθρώπινο γένος: H ~ κινδυνεύει να αφανιστεί από έναν πυρηνικό πόλεμο. Οι μεγάλοι εφευρέτες είναι ευεργέτες της ανθρωπότητας. Οι ναζί καταδικάστηκαν για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. H ιστορία / η εξέλιξη της ανθρωπότητας.
[λόγ. < ελνστ. ἀνθρωπότης, αιτ. -ητα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθρωπότητα [anθropótita] η, gen ανθρωπότητος (poet ανθρωπότη & L ανθρωπότης)
- ① human race, mankind (syn ανθρωποσύνη 1):
- ο πολιτισμός της ανθρωπότητας |
- η εμπειρία, ευημερία, ζωή, ιστορία, ιστορική εξέλιξη, συνείδηση, σωτηρία, τεχνική πρόοδος της ανθρωπότητας |
- οι ανάγκες της ανθρωπότητας |
- τα ιδανικά της ανθρωπότητας |
- μικρή, παθιασμένη ~ |
- ολόκληρη η ~ |
- ο M. Aλέξανδρος γνώρισε τον κόσμο στην ~ |
- η ανθρωπότης μπορεί να είναι καταδικασμένη να τρικλίζει χωρίς λογική και χωρίς αρχή (Palam) |
- η ανθρωπότης δεν θα εξαγνιστεί ποτέ γι' αυτό το αίσχος (Melas) |
- όλη η ~ έπρεπε να περάσει από το υψηλό σανατόριο της Eλλάδας για να γιάνει (Kazantz) |
- σε μεγάλους δασκάλους η ανθρωπότης χρωστάει πολλά (Petsalis) |
- το κατ' εξοχήν ποίημα θα ήταν εκείνο που θα εξέφραζε ολόκληρης της ανθρωπότητος τον πόθο (Dimaras) |
- ο Δάντης .. περιγράφει τα αμαρτήματα της ανθρωπότητος (Theodorakop) |
- poem .. η λαχτάρα | πλάτυνε μέσα του ύστερα, και ζώνει | την ανθρωπότη (Palam) |
- μέσα στο λόγο το δικό μου | όλ' η ~ πονεί (Varnalis) |
- αφήνω δε στην όλην ~, | να 'χει νου και καρδιά και τιμιότητα (Laskaratos)
- ② humanity (syn in ανθρωπιά):
- ο άνθρωπος πρέπει να έχει ~ |
- αυτός δεν έχει ανθρωπότη |
- poem .. που για ανθρωπότητες μιλούν κι άλλα μασκαραλίκια (Karthaios)
[fr LMG ανθρωπότητα (Somavera) ← MG ανθρωπότης bes ανθρωπότη ← LK, der of άνθρωπος]
- ① human race, mankind (syn ανθρωποσύνη 1):