Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθρωποφοβία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανθρωποφοβία η [anθropofovía] Ο25 : 1.(ιατρ.) ψυχική ασθένεια (φοβία), που προξενεί στον πάσχοντα αισθήματα φόβου και άγχους στη σχέση του με τους άλλους ανθρώπους. 2. η συστηματική αποφυγή κοινωνικών σχέσεων.

[λόγ. < γαλλ. anthropophobie < anthropo- = ανθρωπο- + -phobie = -φοβία]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθρωποφοβία [anθropofovía] η, (L)
  • ① med fear of human beings, anthropophobia:
    • η ~
  • ② dislike and aversion to humans, misanthropy, unsociability (syn μισανθρωπία):
    • από ~ |
    • είχε πάθει κάποιο νευρικό κλονισμό και άρχισε να νοιώθει ~ (Manglis)

[fr kath (neol, Koumanoudis) ανθρωποφοβία, cpd w. combin. form -φοβία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες