Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθρωποσύνη [anθroposíni] η, (L)
- ① human race, mankind (syn ανθρωπότητα):
- ήθελε να σώσει την ~ |
- η πολιτική ήταν γι' αυτόν ένα πείραμα για να συμπληρώσει τη γνώση του για τα πράματα της ανθρωποσύνης (Chatzinis)
- ② humanity (syn in ανθρωπιά):
- δείγματα ανθρωποσύνης |
- πράξη ανθρωποσύνης |
- τα ζώα είτε στερήθηκαν την ~ τους, είτε δεν πρόφτασαν ακόμα ν' ανθρωπέψουν (Prevelakis) |
- ο αρχαίος Έλληνας έβλεπε την αποκορύφωση της ανθρωποσύνης του στη σωφροσύνη (Papanoutsos) |
- πολύ συχνά δεν αντέχει ο άνθρωπος να κρατήσει ολάκερη την ~ του (Kazantz)
[fr kath (neol, Koumanoudis) ανθρωποσύνη, der of άνθρωπος w. suff -σύνη]
- ① human race, mankind (syn ανθρωπότητα):