Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθρωποσφαγή η [anθroposfají] Ο29 : μαζική σφαγή, θανάτωση ανθρώπων· σκοτωμός: Έγινε μεγάλη ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀνθρωποσφαγ(ία) -ή κατά το σφαγή]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθρωποσφαγή [anθroposfayí] η,
- slaughter of men (syn μακελιό):
- μεγάλη, νέα, τελευταία ~ |
- αποτρέπουν, αποφεύγουν την ~ |
- πέθανε από την πίκρα του για την εμφύλια ~ |
- ιδέα της ανθρωποσφαγής που γίνεται στην ύπαιθρο δίνουν οι αριθμοί των τουφεκισμών σ' ένα μόνο μήνα (ChZalokostas) |
- είχε ζήσει από κοντά και την άλλη όψη του πολέμου, την όψη της ανθρωποσφαγής και της φρίκης (Athanas) |
- poem θάνατος εδώ | κι ~, | τούτ' η μαύρη γη| κόκκινη πληγή (Varnalis)
[fr kath (neol, Koumanoudis) ανθρωποσφαγή, cpd w. σφαγή]
- slaughter of men (syn μακελιό):