Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθρωπομετρία η [anθropometría] Ο25 : επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τις διαστάσεις και τις αναλογίες του ανθρώπινου σώματος· σωματομετρία.
[λόγ. < γαλλ. anthropométrie < anthropo- = ανθρωπο- + -métrie = -μετρία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθρωπομετρία [anθropometría] η, (L)
- anthropometry (near-syn αναστηματομετρία):
- στοιχεία ανθρωπομετρίας |
- η ~ είναι επιστημοτεχνική μέθοδος, χρήσιμη για την αναγνώριση και τον καθορισμό της ταυτότητας του ατόμου |
- η ~ μελετά, διακρίνει και κατατάσσει επιστημονικά τις ποικιλίες του ανθρώπου |
- η ~ είναι ακόμη ο πυρήνας της φυσικής ανθρωπολογίας (Poulianos)
[fr kath (neol, Koumanoudis) ανθρωπομετρία, der w. combin. form -μετρία; cf γεωμετρία, συμμετρία]
- anthropometry (near-syn αναστηματομετρία):