Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθρωπομάνι το [anθropománi] Ο44α : (προφ.) μεγάλος αριθμός, πλήθος ανθρώπων· ανθρωπολόι: H παραλία πνίγεται το καλοκαίρι απ΄ το ~.
[ανθρωπο- + -μάνι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθρωπομάνι [anθropománi] το,
- mass of people, crowd, throng (syn in ανθρωπολόι):
- βουητό από ~ |
- το ~ των αρματωμένων |
- μια ανείπωτη τρομάρα έπεσε μέσα σε κείνο τ' ~ (Myriv) |
- άνοιγε δρόμο μέσα από το ~ (Prevelakis) |
- προσπαθούσε να σταθεί μέσα σε κείνο το ~, που φώναζε και χειρονομούσε (TAthanasiadis) |
- άφωνες και άφωτες ήταν ακόμα οι εκκλησιές και το ~ περίμενε (Petsalis) |
- ζυγώνει εχθρός, αυτό θα πει τούτο το ~ (id.) |
- poem σούρνει απαλά τρογύρα τη ματιά, βοσκάει το ~ (Kazantz Od 22.1333) |
- ~ αρίφνητο τους χαλινούς σου ζεύει (LAlexiou)
[der of άνθρωπος w. combin. form -μάνι]
- mass of people, crowd, throng (syn in ανθρωπολόι):