Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθρωπολογικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανθρωπολογικός -ή -ό [anθropolojikós] Ε1 : που αναφέρεται στην ανθρωπολογία: Aνθρωπολογικές σπουδές / έρευνες / μελέτες. Aνθρωπολογικό μουσείο. Οι Ευρωπαίοι και οι Aφρικανοί ανήκουν σε διαφορετικούς ανθρωπολογικούς τύπους. ανθρωπολογικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. anthropologique < anthropolog(ie) = ανθρωπολογ(ία) -ique = -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθρωπολογικός, -ή, -ό [anθropoloyikós] (L)
  • anthropological:
    • ~ τύπος |
    • ανθρωπολογική απόδειξη, βιβλιογραφία, έρευνα, εταιρία, μελέτη, πείρα, πλευρά, πρόβλεψη |
    • ανθρωπολογικές υποδιαιρέσεις |
    • ανθρωπολογικό μουσείο |
    • ανθρωπολογικά δεδομένα, ενδεχόμενα, λείψανα, συμπεράσματα, χαρακτηριστικά |
    • επιστημονική λύση των ανθρωπολογικών προβλημάτων της πατρίδας μας

[fr kath (neol, Koumanoudis) ανθρωπολογικός, der of ανθρωπολόγος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες