Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθρωπολογία η [anθropolojía] Ο25 : 1.κλάδος της εθνολογίας που εξετάζει τον άνθρωπο ως είδος του ζωικού βασιλείου και που μελετά τα ανατομικά και βιολογικά χαρακτηριστικά του. 2. σύνολο επιστημών που εξετάζουν τον άνθρωπο: Kοινωνική / λειτουργική / συγκριτική / εγκληματολογική ~. H ~ στη χριστιανική θρησκεία.
[λόγ. < γαλλ. anthropologie < anthropo- = ανθρωπο- + -logie = -λογία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθρωπολογία [anθropoloyía] η, (L)
- anthropology:
- ο χριστιανισμός έφερε μια καινούργια ~ (Panagiotop) |
- η σύγχρονη ~ είναι μια φοβερή περιπέτεια ανάμεσα στην αισιοδοξία και την αποκαρδίωση, στο λογικό και στο παράλογο (id.) |
- η έρευνα των απολίτιστων λαών ανήκει περισσότερο στην ~, στην εθνολογία και στην εθνογραφία (Evelpidis)
[fr kath (neol, Koumanoudis), der of ανθρωπολόγος]
- anthropology: