Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθρωποκτονία η [anθropoktonía] Ο25 : (νομ.) η πρόκληση του θανάτου ενός ανθρώπου από άλλον άνθρωπο (όταν δεν πρόκειται για εκτέλεση θανατικής ποινής)· (πρβ. φόνος): Kαταδικάστηκε για ~ από αμέλεια / από πρόθεση. Tο έγκλημα της ανθρωποκτονίας.
[λόγ. < ελνστ. ἀνθρωποκτονία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθρωποκτονία [anθropoktonía] η, (L)
- homicide, manslaughter:
- ~ εξ αμελείας, εκ προμελέτης |
- ~ εκ προθέσεως premeditated murder |
- το έγκλημα είναι απόπειρα ανθρωποκτονίας |
- επιτίθεται με πρόθεση ανθρωποκτονίας |
- εκδηλώνει τάσεις για ~ |
- τρομοκρατική ομάδα για τη διάπραξη ανθρωποκτονιών |
- ο δικαστής του καταλόγισε ~ και τον φυλάκισε (Papanoutsos)
[fr kath ←PatrG ανθρωποκτονία ← LK, der of ανθρωποκτόνος]
- homicide, manslaughter: