Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθρωποθυσία η [anθropoθisía] Ο25 : η θανάτωση ανθρώπου (ή ανθρώπων) ως προσφορά σε κπ. θεό: Σε πολλούς λαούς οι ανθρωποθυσίες είχαν χαρακτήρα εξιλασμού. || (επέκτ.) η μαζική εξόντωση στρατιωτών σε μάχη (και κυρ. σε επιθετική ενέργεια): H επίθεση για την κατάληψη του υψώματος κατέληξε σε ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀνθρωποθυσία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθρωποθυσία [anθropoθisía] η, (L)
- human sacrifice:
- απόκρυφη ~ |
- κρυφές, ομαδικές, πανάρχαιες ανθρωποθυσίες |
- συνήθεια των ανθρωποθυσιών |
- το έθιμο της πρωτόγονης ανθρωποθυσίας επέζησε σε πολλούς λαούς |
- η πρόοδος απαιτεί, όπως ακριβώς και οι θεότητες των προγόνων, ανθρωποθυσίες (Melas) |
- δεν ξέρω άλλο τόπο που να εφαρμόζει με τόση αγριότητα και ασυνειδησία το θεσμό των ανθρωποθυσιών (Papanoutsos) |
- η θυσία της Iσμήνης .. θυμίζει τις ανθρωποθυσίες σαν θεμέλιο των μεγάλων κτισμάτων και των θρυλικών γεφυριών (Theodorakis) |
- poem σκληρή σαν ~ με πορφυρές εσθήτες και τελετουργικά (Pavleas)
[fr kath ανθρωποθυσία ← K, cpd w. θυσία]
- human sacrifice: