Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθρωποειδής -ής -ές [anθropoiδís] Ε10 : 1.που ανήκει στο είδος εκείνο το οποίο έχει τις περισσότερες ομοιότητες προς τον άνθρωπο, που μοιάζει με άνθρωπο: Aνθρωποειδείς πίθηκοι. 2. (ως ουσ.) το ανθρωποειδές: α. για ανθρωποειδή πίθηκο. β. χαρακτηρισμός ανθρώπου με απάνθρωπη, κτηνώδη συμπεριφορά.
[λόγ. < αρχ. ἀνθρωποειδής]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθρωποειδής1 [anθropoi∂ís] ο, (L)
- humanlike being, anthropoid:
- οι πρώτοι ανθρωποειδείς εμφανίστηκαν στη γη πριν από ένα εκατομμύριο χρόνια (Evelpidis)
[substantiv. m of ανθρωποειδής2]
- humanlike being, anthropoid:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθρωποειδής2, -ής, -ές [anθropoi∂ís] (L)
- humanlike, anthropoid (syn ανθρωπόμορφος):
- ~ πίθηκος, τυφλοπόντικας |
- ανθρωποειδείς δεινόσαυροι |
- ανθρωποειδές ζώο |
- οι ανθρωποειδείς πρόγονοί μας ζούσαν πάνω στα δέντρα |
- ανθρωποειδείς σαρκοφάγοι της φοινικικής περιοχής |
- σκοπός μας δεν είναι να δημιουργήσουμε μια αγέλη ηλεκτρονικών εγκεφάλων, ανθρωποειδών χωρίς ψυχή (Panagiotop)
[fr kath ← LK ἀνθρωποειδής ← K, AG]
- humanlike, anthropoid (syn ανθρωπόμορφος):