Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθρωποειδές [anθropoi∂és] το, pl ανθρωποειδή τα, (L)
- humanlike being, anthropoid:
- τα πρώτα ανθρωποειδή |
- το ~ καταδυναστεύει ακόμα την οικουμένη |
- ξεχωρίζει τον κόσμο σε ανθρώπους και ανθρωποειδή |
- το ~ με τις απίθανες διαστάσεις |
- το ~ των άλλων κόσμων |
- τα παλιά ανθρωποειδή θα τ' αντικαταστήσουν νεώτερα και τελειότερα |
- ο άνθρωπος έχει τα ίδια συστήματα οργάνων με τα ανθρωποειδή |
- τις πανάρχαιες εποχές το ~ πάλευε αγώνα ζωής ή θανάτου με την τυφλή φύση (Panagiotop) |
- τα ανθρωποειδή βρίσκονται πιο μακριά απ' τον άνθρωπο, ως προς την υφή του συνειδησιακού τους κόσμου, απ' όσο φανταζόμαστε (Papanoutsos)
[substantiv. n of ανθρωποειδής2]
- humanlike being, anthropoid: