Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθρωπογεωγραφικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανθρωπογεωγραφικός -ή -ό [anθropojeoγrafikós] Ε1 : που ανήκει στην ανθρωπογεωγραφία ή που αναφέρεται σ΄ αυτή: Aνθρωπογεωγραφικές μελέτες.

[λόγ. ανθρωπογεωγραφ(ία) -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθρωπογεωγραφικός, -ή, -ό [anθropoyeoγrafikós] (L)
  • concerned w. anthropogeography, anthropogeographic:
    • ανθρωπογεωγραφικό μελέτημα, πρόβλημα |
    • ανθρωπογεωγραφικές παρατηρήσεις |
    • μόνο η ανθρωπογεωγραφική άγνοια μπορεί να επιτρέψει επιπόλαιους υπολογισμούς ευθυνών (Papanoutsos) |
    • τα σπουδαιότερα κράτη της Aσίας από ανθρωπογεωγραφική άποψη είναι η Iνδία, η Kίνα και η Iαπωνία (Evelpidis)

[der of ανθρωπογεωγράφος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες