Παράλληλη αναζήτηση
153 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανθρωπο- [anθropo] & ανθρωπό- [anθropó], κυρίως σε παλαιότερη σύνθεση όταν ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ανθρωπ- [anθrop], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : το ουσ. άνθρωπος ως α' συνθετικό: 1. σε σύνθετα συνήθ. ουσιαστικά: ~θάλασσα, ~θυσία, ~κυνηγητό, ανθρωπόμαζα, ~μάζωμα, ~παγίδα, ~σωρός· ανθρωπαρέσκεια· (επιστ.) ~γένεση, ~γραφία, ~μορφισμός· ~ζωικός. || (νεολ.) για την εργασία που εκτελείται από έναν άνθρωπο στη μονάδα του χρόνου που εκφράζει το β' συνθετικό: ~μήνας, ~ώρα, ~έτος. 2. σε κτητικά σύνθετα επίθετα με αναφο ρά σε εξωτερικά γνωρίσματα του ανθρώπου: ~κέφαλος, ανθρωπόμορφος. 3. σε θέση αντικειμένου του ρηματικού β' συνθετικού: ~γράφος, ~θύτης, ~κτόνος, ~λάτρης, ~φάγος.
[λόγ. < αρχ. ἀνθρωπ(ο)- θ. του ουσ. ἄνθρωπο(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ἀνθρωπο-φάγος, ελνστ. ἀνθρωπο-θυσία & διεθ. anthropo- < αρχ. ἀνθρωπο-: ανθρωπο-λόγος < γαλλ. anthro pologue & μτφρδ.: ανθρωπο-κυνηγητό < αγγλ. man hunt]
- ανθρωπο- [anθropo] 1st member of cpds.
- ανθρωποαγορά [anθropoaγorá] η, (L)
- slave market:
- στις ανθρωποαγορές τα κορίτσια που κοκκίνιζαν είχαν μεγαλύτερη ζήτηση, άρα μεγαλύτερη αξία (Katsigra)
[cpd w. αγορά]
- slave market:
- ανθρωποακατούνευτος, επίθ.
-
- (Προκ. για τόπο) που δεν κατοικείται από ανθρώπους, έρημος:
- (Λίβ. Sc. 2372 κριτ. υπ).
[<ουσ. άνθρωπος + επίθ. *ακατούνευτος (<στερ. α‑ + κατουνεύω)]
- (Προκ. για τόπο) που δεν κατοικείται από ανθρώπους, έρημος:
- ανθρωποαναστέναγμα το.
-
- Aναστεναγμός:
- Θέλεις ακούειν … της κακοδυστυχίας ανθρωποαναστενάγματα (Λόγ. παρηγ. L 148).
[<ουσ. άνθρωπος + αναστέναγμα]
- Aναστεναγμός:
- ανθρωποαπερίκοπος, επίθ.
-
- (Προκ. για τόπο) που δεν μπορεί να τον διασχίσει άνθρωπος:
- κλεισούρας εδιέβημεν ανθρωποαπερικόπους (Λίβ. P 1877).
[<ουσ. άνθρωπος + επίθ. απερίκοπος (βλ. ά.)]
- (Προκ. για τόπο) που δεν μπορεί να τον διασχίσει άνθρωπος:
- ανθρωποαπερίκοπτος, επίθ.
-
- (Προκ. για τόπο) που δεν μπορεί να τον διασχίσει άνθρωπος:
- κλεισούρας εδιεβήκαμεν ανθρωποαπερικόπτους (Λίβ. Sc. 1581).
[<ουσ. άνθρωπος + επίθ. απερίκοπτος (11. αι., LBG)]
- (Προκ. για τόπο) που δεν μπορεί να τον διασχίσει άνθρωπος:
- ανθρωπογένεση η [anθropojénesi] Ο33 : 1.η γένεση, η αρχή του ανθρώπινου είδους. 2. η επιστήμη που ασχολείται με την καταγωγή και με την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους.
[λόγ. < νλατ. anthropogenesis < anthropo- = ανθρωπο- + αρχ. γένε(σις) -ση]
- ανθρωπογενετικός -ή -ό [anθropojenetikós] Ε1 : που αναφέρεται στην ανθρωπογένεση· ανθρωπογονικός: Aνθρωπογενετικές μελέτες / θεωρίες.
[λόγ. < αγγλ. anthropogenetic < anthropogene(sis) = ανθρωπογένε(σις) -tic = -τικός]
- ανθρωπογενής -ής -ές [anθropojenís] Ε10 : που έχει δημιουργηθεί, κατασκευαστεί από άνθρωπο: Φυσικά και ανθρωπογενή στοιχεία του περιβάλλοντος.
[λόγ. ανθρωπο- + -γενής μτφρδ. αγγλ. man-made]