Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθρωπισμός ο [anθropizmós] Ο17 : 1.πνευματικό κίνημα της Aναγέννησης, που βασίστηκε στη μελέτη, στη μίμηση και στη διάδοση των αρχαίων ελληνικών και λατινικών γραμμάτων· ουμανισμός. || (επέκτ.) κάθε νεότερη φιλοσοφική θεωρία που έχει ως αντικείμενο τον άνθρωπο και την πνευματική του εξέλιξη. 2. συμπεριφορά που ταιριάζει σε άνθρωπο προς συνάνθρωπό του και που τη χαρακτηρίζει ο σεβασμός και η αγάπη· ανθρωπιά: Λόγοι ανθρωπισμού επιβάλλουν την υποστήριξη των αδυνάτων. Εκδηλώσεις ανθρωπισμού προς τους πάσχοντες.
[λόγ.: 2: ελνστ. ἀν θρωπισμός `ανθρωπιά΄· 1: σημδ. γερμ. Humanismus ή γαλλ. humanisme]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθρωπισμός [anθropizmós] ο, (L)
- ① humanism (syn ουμανισμός):
- η θεωρία του ανθρωπισμού |
- ο ~ της εποχής των Παλαιολόγων |
- ο ~ εκδηλώθηκε αρχικά στη Φλωρεντία |
- έτσι αιτιολογείται η αποκλειστική προσήλωση της Aναγεννήσεως στον ανθρωπισμό (Georgoulis)
- ② humaneness, civility, politeness (syn ανθρωπιά 1, ευγένεια):
- ο ~ είναι η μόνη αληθινά υπέροχη αρετή |
- το γέλιο είναι το άνθος του ανθρωπισμού |
- ~ είναι η ηθική τελείωση του ανθρώπου, η συμφιλίωση του ανθρώπου με τον άνθρωπο, η πίστη στη δύναμη του ανθρώπου που μπορεί να κάνει το καλό |
- είναι γυμνός από ανθρωπισμό |
- έχασαν, πούλησαν τον ανθρωπισμό τους |
- η τέχνη να τεθεί στην υπηρεσία του ανθρωπισμού |
- η πάλη του ανθρωπισμού εναντίον της βίας |
- ποτέ δεν έπαψα να δίνω την πίστη μου στον Eλληνισμό που είναι η άλλη όψη του ανθρωπισμού μου (Seferis) |
- ο ~ θέλει να κάνει τον άνθρωπο αληθινό και αφοσιωμένο φίλο του ανθρώπου (Papanoutsos) |
- ο πραγματικός ~ δεν είναι μπορετός παρά με γενική πνευματική και υλική εξύψωση του ανθρωπίνου συνόλου (Kasimatis)
- ⓐ good breeding, fine education:
- όποιος καταφρονεί τη φυσική του γλώσσα, καταφρονεί τον ανθρωπισμό του (Koumarianou) |
- ο πατέρας τα 'βλεπε αυτά και καμάρωνε που τέλος πάντων είδαν ανθρωπισμό τα κορίτσια (Eftaliotis)
[fr kath ανθρωπισμός ← PatrG, AG, der of ἀνθρωπίζω]
- ① humanism (syn ουμανισμός):