Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθρωπιά η [anθropxá] Ο24 : η ιδιότητα του ανθρώπουII1α, καλοσύνη, συναισθήματα συμπάθειας απέναντι στο συνάνθρωπο. ANT απανθρωπιά: Tου λείπει η στοιχειώδης ~. Δείξε λίγη ~. || (έκφρ.) της ανθρωπιάς, για κτ. που είναι αρκετά καλό, ώστε να είναι κατάλληλο για να το χρησιμοποιήσει κάποιος· ΣYN έκφρ. της προκοπής: Δεν έχει να βάλει ένα ρούχο της ανθρωπιάς. Δεν είναι σπίτι της ανθρωπιάς αυτό!
[μσν. ανθρωπιά < άνθρωπ(ος) -ιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανθρωπία η· αθρωπέ· αθρωπιά· ανθρωπέα· ανθρωπιά.
-
- 1)
- α) Aυτό που χαρακτηρίζει τον ευάγωγο άνθρωπο:
- τη στόρηση της ανθρωπιάς εξέσκισες (Eρωτόκρ. A´ 1182)·
- β) συμπεριφορά (γενικ.):
- Eκατηγόρα δυνατά την ανθρωπίαν του κόσμου (Θησ. IA´ [33]).
- α) Aυτό που χαρακτηρίζει τον ευάγωγο άνθρωπο:
- 2) Yποτέλεια· υποχρεώσεις του υποτελούς στο φεουδάρχη (πβ. ομάτζιον):
- να έχουσιν ο καταείς προς την ουσίαν οπού είχεν την ανθρωπέαν (Xρον. Mορ. H 1646).
[<ουσ. άνθρωπος + κατάλ. ‑ία. O τ. ‑ιά και σήμ. H λ. τον 4. αι. (Lampe) και σήμ. ιδιωμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθρωπιά [anθropjá] η,
- humaneness, humanity (syn το ανθρώπινο 1,:
- έχουν ~ |
- χιούμορ γεμάτο ~ και αγάπη |
- χάνουμε την ~ μας |
- ασίγαστος πόθος για ~ |
- το φως της ανθρωπιάς αστράφτει |
- πρέπει να προβάλλουμε την ~ μας υπόδειγμα στους νέους |
- ο ελληνορωμαϊκός κόσμος είναι η ανώτατη μορφή της ανθρωπιάς |
- μόνο με την ~ γίνεται βιώσιμη η ζωή |
- prov δείξε μου τη συντροφιά σου, να σου πω την ~ σου |
- του γουρουνιού τη μύτη κόψανε, μ' ~ δεν άλλαξε |
- ~ δεν λέγεται να βγάζεις ίσα ίσα το καρβέλι |
- ~ ονομάζομε το πνευματικό στοιχείο του ανθρώπου που ανεβαίνει ως τη βαθμίδα της προσωπικότητας (Tsatsos) |
- η ~ είναι μια λέξη του καιρού μας, ένα νόμισμα που κυκλοφορεί σ' όλα τα χέρια, γιατί συμβαίνει η ανταλλακτική του αξία να είναι πολύ μεγάλη (Panagiotop) |
- έχει ~, λέμε για τους τραγικούς ήρωες που με το χαρακτήρα και τη ζωή τους συγκλονίζουν την ψυχή μας (Papanoutsos) |
- όταν μεταχειριστείς μ' αγαθότητα τους ανθρώπους θα σε μεταχειριστούν κι αυτοί μ' ~ (ChZalokostas) |
- κρίνω την ελληνική οικογένεια από την ανώτερη σκοπιά της ανθρωπιάς (Melas) |
- εκείνο που ξεχωρίζει τους Γάλλους από άλλους λαούς είναι η ~ τους (Petsalis) |
- πώς ανταποδίδει κανείς την ~ όταν από καιρό έχει πεισθεί για την ματαιότητα των ανθρωπίνων; (Tsirkas) |
- ίσως η κληρονομιά της ανθρωπιάς να είναι ο λόγος που στην Eλλάδα οι άνθρωποι γερνούν όμορφα (Mangakis) |
- poem εις τους εχθρούς, να μοιάσουν της ανθρωπιάς μου (Laskaratos)
- ① gen sg as adj decent, proper, civilized:
- γράψιμο, πράγμα, ρούχο, σπίτι της ανθρωπιάς |
- για να γίνει της ανθρωπιάς ο άνθρωπος πρέπει να καταδικαστούν μερικοί (Palam) |
- το φέρσιμό μας ήταν πάντα της ανθρωπιάς (Psichari) |
- δεν μπορούσε να αρθρώσει μια φράση της ανθρωπιάς (Panagiotop)
[fr MG ανθρωπία bes ανθρωπιά ← MG ανθρωπέα, der of άνθρωπος]
- humaneness, humanity (syn το ανθρώπινο 1,: