Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθρωπίνως
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανθρωπίνως [anθropínos] adv (L) = ανθρώπινα 1
:
  • κάνω ό,τι είναι ~ δυνατόν |
  • να εξετάσετε την υπόθεση με κάθε ~ δυνατή προσοχή (Stasinop) |
  • η διαταγή ήταν ~ αδύνατο να εκτελεσθεί (Tsirkas, adapted)

[fr kath ανθρωπίνως ← PatrG, K, AG, der of AG ἀνθρώπινος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες