Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθρωπάριο το [anθropário] Ο42 : (λόγ.) μειωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου τιποτένιου, χωρίς αξιοπρέπεια, που προκαλεί περιφρόνηση ή αποστροφή· ανθρωπάκι2β: Aνθρωπάρια που υποκλίνονται στους κρατούντες.
[λόγ. < αρχ. ἀνθρωπάριον υποκορ. του ἄνθρωπος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθρωπάριο [anθropário] το, (L)
- ① = ανθρωπάκης 1:
- ήταν μικροσκοπικός, ένα ~ |
- ήταν ένα ~ μελαψό και τεντωμένο, με πυκνά, κατάμαυρα μαλλιά και μεγάλα μάτια (Theotokas) |
- ζωοκέφαλα ανθρωπάρια, δαίμονες των αρκαδικών δρυμών, τρέχουν χορευτικά (Karouzou) |
- ανθρωπάρια της μικρής οθόνης τηλεκατευθυνόμενα και μισερά (Lamprou)
- ② = ανθρωπάκης 2:
- οι δικτάτορες μεταβλήθηκαν σε ανθρωπάρια, όταν έχασαν την εξουσία |
- εμείς τ' ανθρωπάρια δεν πρέπει έτσι να μιλούμε για τέτοιους ανθρώπους (Palam) |
- μας παρουσίασαν αυτό το άθλιο ~, το ταπεινό, το ανάξιο λόγου (Chatzinis)
- ③ = ανθρωπάκης 3:
- ταπεινά ανθρωπάρια προσκολλημένα στα χρηματικά τους συμφέροντα |
- poem κάποια χωρίς υπόληψη ανθρωπάρια, | συμαζώματα, κάλπηδες, αλάνια (StavrouAr)
- ④ = ανθρωπάκης 4:
- σε πιάνει μια τρυφερή συμπόνια, μια στοργή που φτάνει ίσαμε τα δάκρυα, για τα μοιραία ανθρωπάρια που χάθηκαν (Theotokas)
[fr kath ανθρωπάριον ← MG ← K, AG, dimin of ἄνθρωπος]
- ① = ανθρωπάκης 1:
[Λεξικό Κριαρά]
- ανθρωπάριον το.
-
- Oμοίωμα ανθρώπου σε μικρογραφία:
- έπλασσεν ανθρωπάρια … συν κηρίῳ (Bίος Aλ. 58).
[αρχ. ουσ. ανθρωπάριον. H λ. και σήμ. (‑ιο)]
- Oμοίωμα ανθρώπου σε μικρογραφία: