Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθρωπάκι
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανθρωπάκι [anθropáci] το,
  • ① = ανθρωπάκης 1:
    • είναι ~ |
    • μικροκαμωμένο ~ |
    • ένα ~ κοντό, λιγνό, με μικρά πόδια και χέρια (Venezis) |
    • κίτρινα ανθρωπάκια δούλευαν το ξύλο και το σίδερο (Kazantz) |
    • όλοι κοίταξαν την ελάχιστη σάρκα, το δύστυχο ~ (Karagatsis) |
    • βλέπεις ανθρωπάκια σκυφτά απ' το βάρος του χρόνου (Palaiologos)
  • ⓐ the small figure of a human being:
    • ασήμαντο ~ |
    • ζωγράφιζε ανθρωπάκια |
    • ~ από πηλό ή ξύλο |
    • ασημένιο, λαστιχένιο ~ |
    • μικρά, αυτόματα ανθρωπάκια |
    • ανθρωπάκια σκαλισμένα που δεν ξεπερνά το μπόι τους ένα σπυρί ρύζι (Kazantz) |
    • poem πλάθει θεούς, φυσάει, αφανίζουνται, πλάθει μικρά ανθρωπάκια (Kazantz Od 18.592) |
    • να πλάσεις ανθρωπάκια, ζώα και δέντρα (Zevgoli)
  • ② = ανθρωπάκης 2:
    • είναι ένα ~ he is a nobody |
    • νομοταγή ανθρωπάκια |
    • απέναντί του δεν είσαι τίποτε περισσότερο παρά ένα πολύ μικρό ~ (Panagiotop)
  • ③ = ανθρωπάκης 3:
    • άνθρωποι και ανθρωπάκια |
    • ένα τιποτένιο πλάσμα, ~ |
    • ~, έχει κιοτέψει (Melas)
  • ④ = ανθωπάκης 4:
    • καλό, σεμνό ~ |
    • ο ταγματάρχης, το καλό ~ με την ελληνική καρδιά (Petsalis) |
    • κι όμως η γυναικούλα τούτη κυβερνά το ~ τον άνδρα της |
    • είχαν γίνει τώρα καλόβουλοι, ανθρωπάκια (MGialourakis)

[dimin of άνθρωπος, w. suff -άκι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες