Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθρακώνω [anθrakóno] aor ανθράκωσα, ppp ανθρακωμένος (L)
- ① make charcoal, carbonize, char (syn απανθρακώνω L, καρβουνιάζω):
- ~ ξύλα
- ② roast, bake (syn ψήνω):
- ανθράκωσε μερικά κάστανα στη φωτιά
[fr MG ανθρακώ (-όω)]
- ① make charcoal, carbonize, char (syn απανθρακώνω L, καρβουνιάζω):