Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθρακωρύχος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανθρακωρύχος ο [anθrakoríxos] Ο18 : αυτός που ασχολείται με την εξόρυξη ανθράκων, αυτός που εργάζεται σε ανθρακωρυχείο: Tο επάγγελμα του ανθρακωρύχου είναι από τα δυσκολότερα και από τα πιο ανθυγιεινά.

[λόγ. ανθρακ(ο)- + -ωρύχος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθρακωρύχος [anθrakoríxos] ο, (L)
  • coal miner, coal cutter, collier:
    • απεργούν οι ανθρακωρύχοι |
    • η απεργία των ανθρακωρύχων μπορεί να φέρει το σταμάτημα των βιομηχανιών και την ανεργία (Evelpidis) |
    • νέοι αποφασίζουν να γίνουν ανθρακωρύχοι, χωρίς να ξέρουν σε τι συνίσταται η εργασία (Tsouderou) |
    • δίδαξε το ευαγγέλιο στους ανθρακωρύχους (Mourelos) |
    • poem στις μαύρες στοές της γης | κατεβαίνοντας | ο ~ με το λυχνάρι του (Vrettakos) |
    • όπως ο ~ πάει στη μεγάλη ξενιτειά με του ανθρακωρύχου το φανάρι στο κεφάλι (Pavleas)

[fr kath (neol, Koumanoudis) ανθρακωρύχος, cpd of άνθραξ & combin. form -ωρύχος; cf μεταλλωρύχος, χαλκωρύχος etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες