Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθρακικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανθρακικός -ή -ό [anθrakikós] Ε1 : 1.που περιέχει άνθρακα: Aνθρακικό ασβέστιο / κάλιο / νάτριο. ~ μόλυβδος. Aνθρακικά πετρώματα. || Aνθρακικό οξύ, αέριο που παράγεται από την καύση των ανθράκων· διοξείδιο του άνθρακα. || (ως ουσ.) το ανθρακικό: Λεμονάδα με / χωρίς ανθρακικό, με / χωρίς αέριο. 2. που αναφέρεται στον άνθρακα1, που έχει σχέση με αυτόν: Aνθρακική περίοδος / διάπλαση.

[λόγ. ανθρακ- (άνθρακας) -ικός μτφρδ. γαλλ. carbonique, carbonate]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθρακικός, -ή, -ό [anθracikós] (L) chem
  • carbonic:
    • ~ μόλυβδος, χαλκός lead-cupric carbonate |
    • commerce ανθρακική σόδα common soda (syn σόδα του εμπορίου) |
    • ανθρακικό οξύ carbonic acid |
    • ανθρακικά άλατα carbonates
  • ⓐ geol Carboniferous:
    • ανθρακική περίοδος της γης |
    • ανθρακική διάπλαση των γεωλογικών στρωμάτων

[fr kath (neol, Koumanoudis) ανθρακικός, der of άνθραξ (gen -ακος) w. suff -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες