Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθρακιά η [anθraká] Ο24 : η θράκα.
[λόγ. < αρχ. ἀνθρακιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανθρακιά η· ανθρακία.
-
- 1) Σωρός από αναμμένα κάρβουνα μετά το χώνεμα της φλόγας:
- (Προδρ. III 203).
- 2) H ασθένεια «άνθρακας»:
- (Iατροσ. κώδ. 164 χπδ´).
[αρχ. ουσ. ανθρακιά. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- 1) Σωρός από αναμμένα κάρβουνα μετά το χώνεμα της φλόγας:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθρακιά [anθracá] η, (L)
- ① live coals, embers (syn αθρακιά, θράκα):
- είναι σα να βρίσκονται πάνω σε ~ |
- η ~ είναι πυρωμένη |
- δίπλα στην ~ αργογυρνάει η σούβλα (Petsalis) |
- με μια σειρά από ψεύτικα κάρβουνα παράστησαν την ~ (Melas) |
- φιλολογική και λογοτεχνική τέφρα έρχεται και προσχώνει την ~ του λαού (Theodorakop) |
- η ~ κάτω απ' τη στάχτη ήταν ακόμη γερή (MGeorgiou) |
- έκατσε πάνω απ' την ~, τάχατες πως πυρωνότανε (Loukatos) |
- poem .. ρόδο αστραφτερό, ~, πηγή του αιμάτου (Zevgoli) |
- κ' ήρθε | με το πρώτο φρύγανο ν' ανάψει τη γλαυκή ~ (Dekavalles)
- ② soot (syn κάπνα, καπνιά):
- εργάτες πασαλειμμένοι ~ γευματίζουν (Ouranis)
[fr MG ανθρακιά ← K, AG, der of ἄνθραξ]
- ① live coals, embers (syn αθρακιά, θράκα):