Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθρακίτης ο [anθrakítis] Ο10 : γυαλιστερό, σκληρό κάρβουνο εκλεκτής ποιότητας.
[λόγ. < αγγλ. anthracite (στη νέα σημ.) (-ite = -ίτης) < λατ. anthracitis < ελνστ. ἀνθρακῖτις ἡ `είδος κάρβουνου΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθρακίτης [anθracítis] ο, (L)
- ① min stone coal, hard coal, anthracite:
- βρέθηκαν κοιτάσματα ανθρακίτη
- ② coal man, coal trimmer, stoker, fire man (syn θερμαστής, καρβουνιάρης):
- οι ανθρακίτες τροφοδοτούν με άνθρακα τους κλιβάνους του πλοίου
[fr kath ανθρακίτης ← K, der of ἄνθραξ w. suff -ίτης]
- ① min stone coal, hard coal, anthracite: