Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθράκωση [anθrákosi] η, (L)
- ① carbonization (syn in ανθρακοποίηση):
- ~ ξυλείας
- ② med anthracosis:
- ~ του πνεύμονα
- ③ agric ~ των εσπεριδοειδών citrus anthracnose
[fr MG ανθράκωσις ← K, der of ἀνθρακῶ (-όω)]
- ① carbonization (syn in ανθρακοποίηση):