Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθράκευση η [anθrákefsi] Ο33 : 1.η προμήθεια, ο εφοδιασμός πλοίων ή ατμομηχανών με άνθρακα, που τον χρησιμοποιούν για την κίνησή τους. 2. η παρασκευή ξυλανθράκων.
[λόγ. ανθρακεύ(ω) -σις > -ση μτφρδ. αγγλ. coaling ή γαλλ. charbonnage]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθράκευση [anθrácefsi] η, (L)
- coaling, bunkering:
- βάση, σταθμός ανθράκευσης |
- λιμάνι ανθράκευσης coaling port |
- ~ πλοίου, τραίνου |
- η ανθράκευσή μας κράτησε δέκα ώρες |
- παίρνω σειρά για ~ |
- πίσω απ' τις μαούνες της ανθράκευσης, ο Ήφαιστος στέλνει συνέχεια σήματα (Tsirkas) |
- πίσω από το ακρωτήριο έκανε μυστική ~ το ξένο θωρηκτό (Varelas)
[fr kath ανθράκευσις (Koumanoudis), der of K ἀνθρακεύω]
- coaling, bunkering: