Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθοπώλης ο [anθοpólis] Ο10 θηλ. ανθοπώλισσα [anθopólisa] Ο27 & ανθοπώλιδα [anθopóliδa] Ο28 & (λόγ.) ανθοπώλις [anθopólis] : αυτός που πουλάει λουλούδια ή διακοσμητικά φυτά.
[λόγ. < ελνστ. ἀνθοπώλης· λόγ. ανθοπώλ(ης) -ισσα· λόγ. ανθοπώλ(ης) -ις > -ιδα· λόγ. ανθοπώλ(ης) -ις]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθοπώλης [anθopólis] ο,
- florist, flower seller:
- ανάμεσα στο πλήθος τριγύριζαν ανθοπώλες, φιστικάδες, οργανοπαίχτες κλ (Xenop) |
- της αγόρασε από έναν πλανόδιο ανθοπώλη ένα μπουκετάκι μενεξέδες (KPolitis) |
- στη γωνιά του δρόμου στεκότανε ο γάιδαρος του ανθοπώλη φορτωμένος μαργαρίτες, βιόλες και σκυλάκια (id.)
[fr kath ανθοπώλης ← K, cpd of ἄνθος & combin. form -πώλης (: πωλῶ)]
- florist, flower seller: