Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθολόγος ο [anθolóγos] Ο18 θηλ. ανθολόγος [anθolóγos] Ο35 : αυτός που συντάσσει, που καταρτίζει ανθολογία.
[λόγ. < ελνστ. ἀνθολόγος `που μαζεύει λουλούδια΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. ανθολογία· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθολόγος [anθolóγos] ο, η, (L)
- compiler of an anthology, anthologist:
- ο ~ πρέπει να ξέρει πολλών κλάδων της επιστήμης και της πράξης την εξέλιξη για να μην του διαφύγει τίποτε (Tsatsos) |
- δίνουμε έναν πίνακα των ποιητών που επρόσεξαν οι ανθολόγοι (Charis) |
- ~ και μεταφραστής υπήρξε ο ίδιος (FBarlas) |
- οι ανθολόγοι, έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στις συγγραφικές τους ικανότητες, αναλαμβάνουν συχνά να μας δώσουν μετριότατες διασκευές όχι πολύ σπάνια μετριότατων κειμένων (DManos)
[fr kath ανθολόγος ← K 'flower-gathering']
- compiler of an anthology, anthologist: