Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθοκομώ [anθokomó] ipf ανθοκομούσα, aor ανθοκόμησα (subj ανθοκομήσω) (L)
- ① cultivate flowers
- ② gather flowers:
- poem αυτές που σούρνοντο μέσα στα περιβόλια | ν' ανθοκομήσουν για το νεκρό σώμα (Papatsonis)
[fr kath ανθοκομώ K ← ανθοκομώ (-έω) 'produce flowers' (of the earth)]