Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθοκομείο το [anθokomío] Ο39 : ο ανθόκηπος.
[λόγ. ανθοκόμ(ος) -είον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθοκομείο [anθokomío] το, (L)
- flower garden (syn ανθοκήπιο):
- poem κλειστά εντός ανθοκομείου | από τα υελώματα τ' άνθη ξεχνούν | πώς είν' η λάμψις του ηλίου (Kavafis)
[fr kath (neol, Koumanoudis) ανθοκομείον, der of ανθοκόμος]
- flower garden (syn ανθοκήπιο):