Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθοκήπιο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανθοκήπιο το [anθokípio] Ο42 : ο ανθόκηπος.

[λόγ. ανθόκηπ(ος) -ιον κατά το θερμοκήπιον]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθοκήπιο [anθocípio] το, (& ανθοκήπι) (D)
  • flower garden (syn ανθόκηπος, L ανθοκομείο):
    • η πεταλούδα πετούσε σ' ανθοτόπια, σ' ανθοκήπια, σε βασιλικά περιβόλια (Vlachogiannis) |
    • ήλιος κι ουρανός, θάλασσα και αγέρας και στο ανθοκήπι το Kορδελιό (EIR Taxidia) |
    • poem κι ο ανοιχτομάτης ουρανός, που στέλνει | φιλιά, να ξεχειλίζουν τ' ανθοκήπια | από νιότη (Xydis) |
    • μες στ' ανθοκήπι τ' ουρανού | λιοτρόπι εξωτικό π' ανεί | χρυσοφεγγάτα φύλλα (Krineos-M) |
    • στα χιονισμένα ανθοκήπια του Mάρτη (Koulouris)

[fr kath (neol, Koumanoudis) ανθοκήπιον, cpd of άνθος & K κηπίον (fr AG); cf K ἀγροκήπιον, μεσοκήπιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες