Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθοδέσμη η [anθoδézmi] Ο30 : λουλούδια κομμένα και τοποθετημένα ή δεμένα μαζί· (πρβ. μπουκέτο): Tης πρόσφεραν μια ωραία ~ από τριαντάφυλλα.
[λόγ. ανθο- + δέσμη]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθοδέσμη [anθo∂ézmi] η,
- bouquet, nosegay (syn μπουκέτο):
- το Bαγγελιό θα αισθάνθηκε κρυφή λύπη, γιατί δε βρέθηκε κανείς νέος να πάρει την ~ της (Kondylakis) |
- πήγαν όλοι μαζί και κατάθεσαν ανθοδέσμες στο μνημείο του ζωντανού άγνωστου πολίτη (Evelpidis) |
- έκαμα μία ~ από κρυμμένα λουλούδια (Kontogiannis) |
- συχνά παριστάνεται να κρατεί με το δεξιό χέρι ρόδο ή άλλο άνθος ή ~ με ταινία (Pallas) |
- poem η ~, που 'ναι από τη μοίρα, | θα γεμίσει | τ' άδειο το τραπέζι (Xydis) |
- όταν χαμογελούσε ο ηλίθιος, | όταν έκλαιγε ο τρελός, | εμείς αλλάζαμε ανθοδέσμες μες στο τρένο (Karantonis)
[fr kath (neol, Koumanoudis) ανθοδέσμη, cpd of άνθος & δέσμη]
- bouquet, nosegay (syn μπουκέτο):