Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθοβολώ [anθovoló] & -άω Ρ10.11α : (για φυτά) I. (λογοτ.) 1. βγάζω άνθη, βρίσκομαι στο στάδιο της άνθησης: Aνθοβολούν οι κερασιές. 2. ευωδιάζω, μοσχοβολώ: Aνθοβολάει ο κόσμος απ΄ τις γαριφαλιές. II. ρίχνω τα άνθη μου.
[λόγ.: I: ελνστ. ἀνθοβολῶ `στρώνω με λουλούδια΄ (η σημερ. σημ. μσν.)· II: σημδ. γαλλ. défleurir]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανθοβολώ.
-
- (Προκ. για άνθη) αναβλαστάνω, φυτρώνω, βρίσκομαι στην ακμή μου:
- (Πουλολ. 195).
[μτγν. ανθοβολέω. H λ. και σήμ.]
- (Προκ. για άνθη) αναβλαστάνω, φυτρώνω, βρίσκομαι στην ακμή μου:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθοβολώ [anθovoló] (& ανθοβολάω) ipf ανθοβολούσα, aor ανθοβόλησα (subj ανθοβολήσω) (L)
- ① = ανθίζω 1:
- η ερημιά αναγάλλιασε μονομιάς και βλάστησε κι ανθοβόλησε το κρίνο το προφητικό, το εράσμιο (Panagiotop) |
- τα μπουγαρίνια, οι πασκαλίτσες, οι δροσιές ανθοβολούν (Vlami) |
- το ταλέντο σε σπανιότατες περιπτώσεις ανθοβολεί σαν το λουλούδι του αγρού (Thrylos) |
- poem της γης η χλόη στ' αγγελικά πατήματα | σα μαγεμένη ανθοβολάει και χαίρεται (Markoras) |
- άσπρη δαφνούλα ανθοβολά | στου ποταμού το πλάι (Malakasis) |
- ανθοβολούν, καρπίζουν τα δεντρά .. (Kazantz Od 11.659) |
- τώρα μυριόχρωμα πάνε κι ανθοβολούν τα δέντρα (Papatsonis)
- ② trans sprinkle (s.o. or sth) w. flowers (syn L ραίνω):
- ανθοβόλησαν τη νύφη απ' όλα τα μπαλκόνια |
- όταν περνούσε ο στρατός τον ανθοβολούσαν απ' τα παράθυρα |
- poem και μια ναϊάδα δε βαστά και μέσα στην παλάμη | την απαλή φυσάει φιλιά και του τα στέλνει κι άλλη | μαζεύει ονειρολούλουδα να τον ανθοβολήσει (Skipis) |
- θαρρείς και ξάφνου ρόδα ανέβηκαν και την ανθοβολήσαν (Kazantz Od 6.33)
- ③ shed blossoms:
- άρχισαν κιόλας τα δέντρα μας ν' ανθοβολούν
[fr kath ανθοβολώ ← MG, K ἀνθοβολῶ]
- ① = ανθίζω 1: