Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθηρότητα η [anθirótita] Ο28 : η ιδιότητα του ανθηρού.
[λόγ. < ελνστ. ἀνθηρότης, αιτ. -ητα `λαμπρότητα΄ κατά τη σημ. της λ. ανθηρός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθηρότητα [anθirótita] η, (L)
- ① bloominess, blossoming, flowering (syn άνθιση 1, άνθισμα, ανθοφορία L):
- η ~ του κήπου, του περιβολιού
- ② fig bloom, freshness, vigor (synL ακμαιότητα, θαλερότητα):
- η ~ της νεότητας |
- η ~ της επιδερμίδας, του προσώπου |
- δεν έχει πια την παλιά του ~ |
- κατά τι σε κάνει τάχα πιο ευτυχισμένο η παράταση της ανθηρότητάς σου; (Palaiologos) |
- από τον καιρό που ξεκληρίστηκε ο πρόεδρος έχασε το πάχος και την ανθηρότητά του (Chrysanthis)
- ⓐ flourishing, development (syn άνθιση 2b, ανάπτυξη, εξέλιξη):
- μη λησμονούμε την ~ της γραικικής κοινότητας της Bενετίας (Petsalis) |
- η βιοτεχνική ~ της Iνδίας βάσταξε ως το τέλος της Aναγέννησης (Evelpidis) |
- αυτά τα χωριά είχαν αναπτυγμένη οικονομική ~ (Varelas)
[fr kath ανθηρότης ← PatrG, K, der of AG ἀνθηρός]
- ① bloominess, blossoming, flowering (syn άνθιση 1, άνθισμα, ανθοφορία L):