Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθηρός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανθηρός -ή -ό [anθirós] Ε1 : 1.(για τόπο, έδαφος) που είναι γεμάτος με άνθη: Aνθηρά λιβάδια. Aνθηροί κήποι. 2. (μτφ.) α. (για πρόσ.) ακμαίος, θαλερός, νεανικός: Παρ΄ όλη την ηλικία του είναι ~. β. που βρίσκεται σε ανάπτυξη, σε ακμή: Aνθηρό εμπόριο. Aνθηρή οικονομία. || Tα οικονομικά του είναι ανθηρά, έχει μεγάλη οικονομική ευχέρεια. γ. ευχάριστος, χαρούμενος, αισιόδοξος: Όλα είναι ωραία και όλα είναι ανθηρά. Tα πράγματα δεν είναι τόσο ανθηρά, όσο νομίζεις. ανθηρά ΕΠIΡΡ.

[λόγ.: 1, 2α: αρχ. ἀνθηρός· 2β: σημδ. γαλλ. florissant]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθηρός, -ή, -ό [anθirós] (L)
  • ① blooming, flourishing (syn ανθάτος, ανθερός D):
    • ~ κήπος |
    • ανθηρή αυλή, βραγιά |
    • πήρε τη στενή κοιλάδα και τη μεταμόρφωσε σε ανθηρό περιβόλι (Panagiotop) |
    • poem εκεί έχει το γιβάρι περιβόλι ανθηρό (Palam)
  • ② fig fresh, vigorous, flourishing (syn L ακμαίος, θαλερός, ant μαραμένος):
    • ανθηρή όψη |
    • ανθηρό πρόσωπο |
    • ωραία κόρη, ανθηρή και περήφανη |
    • και τι δεν έκανε για ν' ανανεώνει τη δύναμη που σπαταλούσε και να φαίνεται νέος κι ~ (Xenop) |
    • το κόκκινο φέσι του υπογράμμιζε τα χιονάτα μαλλιά και το ανθηρό δέρμα του προσώπου του (Tsirkas) |
    • το κυριαρχικό θέμα της ανθηρής γυναικείας μορφής (Karouzos) |
    • poem όμορφες κόρες ανθηρές, παιδιά χαριτωμένα (Markoras)
  • ⓐ lit florid (syn γλαφυρός):
    • ανθηρό ύφος |
    • ανθηρή έκφραση |
    • η ωδή αυτή είναι ένα σύνολο φωτεινού λυρισμού, ανθηρού στην πολυχρωμία του λυρικού λόγου (Spandonidis) |
    • ο X. αποστρέφεται από έθος και από χρέος τον ανθηρό λόγο (Panagiotop)
  • ⓑ flourishing, developed, advanced (syn αναπτυγμένος):
    • ~ εμπορικός οίκος |
    • ανθηρή αποικία, κοινωνία, πόλη |
    • ανθηρή επιχείρηση, οικονομία, παιδεία |
    • ανθηρότατη γεωργία |
    • ανθηρό εμπόριο, σωματείο |
    • ανθηρά χωριά |
    • τα οικονομικά του σπιτιού δε βρίσκονταν σ' ανθηρό σημείο (Terzakis) |
    • η βιομηχανία των διασκεδάσεων είναι συστηματικά οργανωμένη, και ανθηρότατη (Theotokas) |
    • το έδαφος της Bενετιάς είναι ξένο, αλλά το πατεί μια ανθηρή ελληνική παροικία (Dimaras) |
    • καταλαβαίνουμε εύκολα πώς ο ~ εκείνος ελληνισμός υπέκυψε τόσο γοργά (Vacalop) |
    • οι Eβραίοι είχαν μιαν ανθηρή κοινότητα στα Γιάννινα (Venezis) |
    • στην εμπορική θέση της πόλεως οφείλεται ο ~ πολιτισμός της (Varelas) |
    • ο ανθηρότατος ελληνισμός της διασποράς υπήρξε πάντοτε ο μεγάλος χρηματοδότης των αγώνων του γένους (Vranousis)

[fr kath ανθηρός ← K, AG, der of ἄνθος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες