Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθελληνικός -ή -ό [anθelinikós] Ε1 : που διάκειται ή που ενεργεί εχθρικά, βλαπτικά για τους Έλληνες και τα συμφέροντά τους. ANT φιλελληνικός: Aνθελληνική προπαγάνδα / πολιτική.
ανθελληνικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. ανθελλην- (δες ανθέλληνας) -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθελληνικός, -ή, -ό [anθelinikós] (L)
- anti-Greek or anti-Hellenic (ant φιλελληνικός):
- ~ διωγμός, ζήλος, φανατισμός |
- ανθελληνική αδιαλλαξία, εκστρατεία, προπαγάνδα, πολιτική, στάση |
- ανθελληνικές αγριότητες, απόψεις, ταραχές |
- ανθελληνικό κλίμα, μένος, πάθος, ύφος |
- ανθελληνικά αισθήματα, γεγονότα, επεισόδια |
- οι κατήγοροι του Σ. παρέσυραν εναντίον του, από έναν ψευτισμένο και βέβαια ανθελληνικότατο πουριτανισμό, πολλούς σεβαστούς και αξιόλογους ανθρώπους (Tsatsos) |
- κ' οι πιο ακραίες εκδηλώσεις του ανθελληνικού ρομαντισμού του Aυγουστίνου δεν ξεφεύγουν από το μέτρο του φωτεινού λόγου (Kanellop) |
- βρίσκω τη λύση αυτή ανθελληνική, απάνθρωπη (Athanasiadis-N) |
- ο απελευθερωτικός αγώνας της Kύπρου αποτέλεσε ελατήριο ανθελληνικών ενεργειών στην Πόλη (Palaiologos)
[fr kath (neol, Koumanoudis) ανθελληνικός, cpd of pref αντ(ι)- & ελληνικός or der of kath ανθέλλην]
- anti-Greek or anti-Hellenic (ant φιλελληνικός):