Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθελληνικά [anθeliniká] adv
- in an anti-Greek (anti-Hellenic) way (ant ελληνικά):
- η ελληνική τραγωδία δεν επιτρέπεται να παίζεται ~ (Athanasiadis-N)
[der of ανθελληνικός]
- in an anti-Greek (anti-Hellenic) way (ant ελληνικά):