Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθίσταμαι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανθίσταμαι [anθístame] Ρ (μόνο στον ενεστ.) : (λόγ.) αντιστέκομαι.

[λόγ. < αρχ. ἀνθίσταμαι]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθίσταμαι [anθístame] aor αντέστην, mediop aor αντιστάθηκα (subj αντισταθώ)
  • ① resist, defend o.s. (against) (syn αντιστέκομαι, αμύνομαι):
    • οι πολιορκούμενοι αντιστάθηκαν |
    • ανθίστανται σ' όλες τις επιθέσεις |
    • phr ~ στον πειρασμό |
    • ο ηρωικός μας αρχηγός ανθίσταται όσο μπορεί (Petsalis) |
    • ο καταπονημένος αυτός λαός εύρισκε ακόμη δυνάμεις ν' ανθίσταται ολοένα και πιο πεισματικά εναντίον των Tούρκων (Vacalop) |
    • η μαινάδα συχνά παριστάνεται χωρίς δάδες, αλλά ανθίσταται με χειρονομίες, προβάλλοντας τον θύρσο ή το ιμάτιό της (Bakalakis) |
    • poem ώρες κορυφαίες που ανθίσταται το πνεύμα μου (Vrettakos)
  • ② oppose, resist (syn αντιδρώ, εναντιώνομαι, ant ενδίδω L, υποχωρώ):
    • ο υπάλληλος ανθίσταται ακόμα στις πιέσεις των πολιτικών |
    • μην ανθίστασαι στο λαό |
    • δεν υπάρχει καμιά δύναμη που να μπορεί ν' αντισταθεί στην πραγμάτωση του ηθικού σκοπού της ζωής (Theodorakop) |
    • η Eκκλησία της Δανίας αντέστη |
    • η ελληνική δικαιοσύνη μπορεί και ανθίσταται ακόμα στην κακοδιοίκηση του τόπου μας (PKoutsocheras)

[fr kath ανθίσταμαι ← MG ← K, AG (mi of AG ἀνθίστημι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες