Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθέμιο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανθέμιο το [anθémio] Ο42 : (αρχαιολ.) φυτικό κόσμημα, ζωγραφιστό ή ανάγλυφο, που παριστάνει άνθος με σπαθοειδή, συμμετρικά φύλλα. || (επέκτ.) κάθε εικαστικό στολίδι που μοιάζει με φύλλο ή με άνθος.

[λόγ. < αρχ. ἀνθέμιον]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθέμιο [anθémio] το, (& poet ανθέμι) archit etc
  • honey-suckle ornament, anthemion:
    • η εικόνα δείχνει ένα ωραιότατο ~, που θ' αποτελούσε το κορύφωμα μιας επιτύμβιας στήλης (Karouzos) |
    • γνώριμες είναι οι μαύρες κοκκίδες που παρεμβάλλονται ανάμεσα στα μαύρα ανθέμια του ώμου (Karouzou) |
    • το παράδοξο αυτό σχήμα δόθηκε για να ζωγραφιστεί επάνω ~ (Charitonidis) |
    • το άλλο άκρο της χάλκινης λαβής καταλήγει σε ~ (Dakaris) |
    • η αυτούσια μίμηση και μεταφορά γέμισε την Aθήνα από προπύλαια και κολόνες και αετώματα και ανθέμια (Glinos) |
    • ο χρυσωτής χαράζει με σιγουριά και με τέχνη τα χρυσά ανθέμια πάνω στο πετσί (Petsalis) |
    • το έργο του Mαλακάση έχει στη μετόπη του το ~ της θυσίας (Valetas) |
    • poem αθέριγο κι αμάλαγο θα σε ταγίσω ~ (Athanas)

[fr kath ανθέμιον ← AG, dimin of ἄνθεμον; cf kath ἀνθεμιοειδῆ κοσμήματα (Koumanoudis)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες