Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανηφόρισμα το [anifórizma] Ο24 : η ενέργεια του ανηφορίζω.
[ανηφορισ- (ανηφορίζω) -μα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανηφόρισμα [anifórizma] το,
- going up, ascent (near-syn ανέβασμα 1, ant κατηφόρισμα, κατέβασμα):
- στο ανηφόρισμά του συναπαντήθηκε μ' ένα φίλο |
- το ~ μέσα στη λασπουριά του χιονιού έμοιαζε σκαρφάλωμα στο κενό (LAkritas) |
- συνεχίζουν για μερικά μέτρα το ανηφόρισμά τους (Ouranis) |
- poem .. κι ωσά να 'μουν | η γη, να νοιώθω το ιερό ανηφόρισμά του (Sikel)
- ⓐ = ανηφόρι το,:
- πήρα το ~ |
- προχώρησε προς ένα ~ |
- είναι ένας δρόμος επίπονος, μ' απότομα ανηφορίσματα σε λόφους γυμνούς από βλάστηση (Ouranis) |
- τα δυο ανάγλυφα ζωνάρια παρακολουθώντας το ~ του δρόμου τσακίζουν δυο ή τρεις φορές αλλάζοντας ύψος (Karouzos) |
- poem ανηφορίσματα ιερά σε βάτους μέσα και αγκαθιές (Malakasis)
- ⓑ fig upward movement, ascent, rising, advancement (syn ανέβασμα 2, ant κατέβασμα):
- ~ προς την επιτυχία, προς τη χαρά, προς το φως |
- η άποψη της ανωτερότητας των εκλεκτών και ο φόβος μην ξεπέσει τάχα το διανοητικό επίπεδο της κοινωνίας απ' το ~ των κατώτερων τάξεων είναι έκφραση του εγωισμού των διανοούμενων (Evelpidis)
[der of ανηφορίζω; cf κατηφόρισμα]
- going up, ascent (near-syn ανέβασμα 1, ant κατηφόρισμα, κατέβασμα):