Παράλληλη αναζήτηση
13 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανηφόρι το [anifóri] Ο44 : (λογοτ.) ο ανήφορος: Πήρε το ~. || πορεία, τροχιά προς τα πάνω: Στου ήλιου τ΄ ~.
[ανήφορ(ος) υποκορ. -ι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανηφόρι [anifóri] το, region.
- upward slope, ascent, rise (syn in ανηφόρα):
- τα φύλλα των δέντρων έπεφταν και στόλιζαν το βρεμένο ~ (Kazantz) |
- τα αμέτρητα σκαλάκια και ανηφόρια διασχίζουν ακτινωτά το λόφο και φέρνουν στην Aνάσταση (Varelas) |
- περπατούσαν γύρω στο μουλάρι της και της κουβέντιαζαν λαχανιασμένοι απ' τ' ~ (PGlezos) |
- poem στα κατηφόρια ολόισιος και στ' ανηφόρια ολόρθος (Palam) |
- κι από 'να ξάγναντο γλυκό ~ | της θάλασσας να ιδείς την ευτυχία (Sikel) |
- και πάλε επήρε ο γέρος τ' ουρανού το γαλανό ~ (Kazantz Od 21.1290)
[der of ανήφορος; cf κατηφόρι, der of κατήφορος]
- upward slope, ascent, rise (syn in ανηφόρα):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανηφοριά η [aniforjá] Ο24 : ο ανήφορος: Στις ανηφοριές της παλιάς συνοικίας.
[ανήφορ(ος) -ιά]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανηφοριά [aniforjá] η,
- upward slope, ascent, rise (syn in ανηφόρα):
- πήρα την ~ |
- τη νύχτα ανεβαίνουν με το Διονύση την ~ του λόφου (Myriv) |
- κατεβαίνοντας τη λεωφόρο, ελκύστηκε από τα στενοσόκακα και τις ανηφοριές των Aναφιώτικων (KPolitis) |
- τ' αυτοκίνητα δεν προχωρούσαν πέρ' απ' τις πρώτες ανηφοριές (Charis) |
- μας βαράν με πολυβόλα από τις ανηφοριές του Παγκρατιού (ChZalokostas) |
- poem σε ψηλές ανηφοριές | σαν κοτσύφι εχύθηκα (Papantoniou) |
- για σε, για σε ασκητέψαμε το αδάμαστο ποδάρι | εκεί που βράχια μοναχά, χαλίκι, ~ (Sikel) |
- πού είναι η γνώριμη ~ του μικρού Σεπτεμβρίου (Elytis)
[der of ανήφορος; cf κατηφοριά, der of κατήφορος]
- upward slope, ascent, rise (syn in ανηφόρα):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανηφοριάζω [aniforjázo] Ρ2.1α : (σπάν. για δρόμο ή έδαφος) γίνομαι ανηφορικός, έχω κλίση προς τα πάνω· ανηφορίζω. ANT κατηφοριάζω: Aπό ένα σημείο και πέρα ο δρόμος ανηφοριάζει.
[ανήφορ(ος) -ιάζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανηφορίζω [aniforízo] Ρ2.1α : ANT κατηφορίζω. 1. προχωρώ σε ανηφορικό δρόμο ή έδαφος: Tο πρωί θα ανηφορίσουμε προς την κορυφή του βουνού. || (λογοτ.) ακολουθώ πορεία, τροχιά προς τα πάνω: Ο ήλιος ανηφόριζε. 2. (για έδαφος, δρόμο κτλ.) α. γίνομαι ανηφορικός, έχω κλίση προς τα πάνω: Aπό δω και πέρα το μονοπάτι ανηφορίζει. β. οδηγώ σε υψηλότερο μέρος: Ο δρόμος ανηφόριζε ως την κορυφή.
[ανήφορ(ος) -ίζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανηφορίζω [aniforízo] (& ανηφορώ, D & poet ανηφοράω) ipf ανηφόριζα & ανηφορούσα, aor ανηφόρισα (subj ανηφορίσω)
- ① intr go up, ascend (near-syn ανεβαίνω 1, ant κατηφορίζω):
- ανηφόριζε προς το σπίτι |
- οι χωρικοί ανηφορίζουν τρεχάτοι |
- προχωρούσε ανηφορίζοντας από χωριό σε χωριό |
- ανηφόρισε ήσυχα και χώθηκε μες στο δρυμό (Vlachogiannis) |
- κανένας δεν κοτούσε ν' ανηφορίσει κατά το καφενεδάκι του Διαμαντόγλου (Myriv) |
- ένας γίγαντας, θαλασσομάχος κι ορειβάτης, ήταν αυτός που ανηφορούσε (Kazantz) |
- τα βήματα ολοένα ανηφορίζουν για το παλιό μεσαιωνικό κτίσμα (Venezis) |
- το βυθόψαρο συνήθως ανηφορίζει όταν κυνηγάει (Potamianos) |
- poem ανηφοράω χαρούμενος και δίνω και βρετίκια (Athanas) |
- στο τρίτο ανηφορεί σκαλί του θυσιαστηρίου | κι αρχίζει έναν πασίχαρο παιδιάτικο χορό (Sikel) |
- θ' ανηφορίσουμε μαζί | στα γνώριμά σου μονοπάτια (Seferis) |
- κ' εκείνος, λαχταρώντας | και μοναχά καπνό απ' τον τόπο του να ιδεί ν' ανηφορίζει, | ανέλπιδος ποθεί το θάνατο (Homer Od 1.58 Kaz-Kakr) |
- συρμές μερμήγκια ανθρώποι ανηφορούν με βιάση από το χώμα (Kazantz Od 16.665)
- ⓐ go uphill, ascend, climb, of road, path (ant κατηφορίζω):
- το μονοπάτι ανηφορίζει |
- ο δρόμος λόξευε κι ανηφόριζε σιγά σιγά ανάμεσα σ' ελιές κι αμπέλια (Drosinis) |
- τα στενά καλντερίμια ανηφορίζουν γραφικά ανάμεσα σε όμορφα λευκά σπίτια (Varelas)
- ⓑ fig move up, rise, advance (near-syn ανεβαίνω 4, προχωρώ):
- όλα τα χάρβαλα και τα σάπια .. θα εμπόδιζαν τη ζωή ν' ανηφορίσει (Kazantz) |
- πλήθος μαθητών άρχισε ν' ανηφορίζει προς τη μέση εκπαίδευση (Papanoutsos) |
- πέτυχαν με τη μόρφωση και τις ικανότητές τους ν' ανηφορίσουν σε κορυφαίες θέσεις (id.) |
- μεγάλωναν τ' αναστήματα, τα συναισθήματα ανηφόριζαν προς την αποθέωση (Panagiotop)
- ② trans go or move up, ascend, climb, mount (near-syn ανεβαίνω 2, ant κατηφορίζω):
- ανηφοράω το βράχο |
- ανηφόριζε απότομες πλαγιές |
- εκεί ξετυλίγεται ο απέραντος δρόμος που έχουμε ακόμα ν' ανηφορίσουμε (Athanasiadis-N) |
- πρέπει ν' ~ τα σκαλωτά δρομάκια |
- poem τα ύψη τ' απρόσιτα, τα τολμηρά | τ' ανηφόρισες για πάντα (Xydis)
[fr LMG (Somavera, 1709) ανηφορίζω, der of ανήφορος; cf κατηφορίζω]
- ① intr go up, ascend (near-syn ανεβαίνω 1, ant κατηφορίζω):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανηφορικά [aniforiká] adv
- ascendingly, uphill (ant κατηφορικά):
- βγήκε στο δρόμο και τράβηξε ~ (Karagatsis) |
- αποκεί και πέρα αρχίζει ~ το βουνό, όχι όμως απότομα (Bakalakis) |
- διασχίζουμε το νησί ~ και κατηφορικά ως τη θάλασσα (Varelas)
[der of ανηφορικός]
- ascendingly, uphill (ant κατηφορικά):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανηφορικό [aniforikó] το,
- uphill location (ant το κατηφορικό):
- το μυστικό του ελαττώματος αυτού είναι το ~ της Mαδρίτης (Papantoniou)
[substantiv. n of ανηφορικός]
- uphill location (ant το κατηφορικό):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανηφορικός -ή -ό [aniforikós] Ε1 : (για έδαφος, δρόμο κτλ.) που το επίπεδό του έχει κλίση προς τα πάνω. ANT κατηφορικός: ~ δρόμος. Στα στενά, ανηφορικά σοκάκια της παλιάς γειτονιάς.
ανηφορικά ΕΠIΡΡ. [ανήφορ(ος) -ικός]