Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανηφόρα η [anifóra] Ο25α : ο ανήφορος: Δρόμος γεμάτος ανηφόρες και στροφές.
[ανηφόρ(ι) μεγεθ. -α]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανηφόρα [anifóra] η, region.
- upward slope, ascent, rise (syn ανηφόρι, ανηφοριά, ανηφόρισμα 1b, ανήφορος, ανωφέρεια L, ant κατηφόρα, κατήφορος):
- απότομες στροφές με οδυνηρές ανηφόρες και κατηφόρες όλο κινδύνους (Petsalis) |
- αν τύχει και γλιστρήσει απ' τα χέρια τους στην ~ τι γίνεται; (Venezis) |
- με το ζώο φορτωμένο, πιωμένος άσκημα αγκομαχούσε στην ~ (Plaskovitis) |
- poem .. το πουκάμισο του Kενταύρου | γλιστρούσε μέσα στα φύλλα για να τυλιχτεί στο κορμί μου, | καθώς ανέβαινα την ~ (Seferis) |
- όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ~ με σημαίες και με ταμπούρλα (Ritsos) |
- ήλθε μια στιγμή, που ο οδηγός μας, | ο αδελφός Aντώνιος, τον είχαμε χάσει | στην ~ (Papatsonis) |
- σαν έφηβος εικοσιδυό χρονών αργανεβαίνει | την ~ των καιρών, τις σκάλες των αιώνων (Tsirkas)
[augmentat. form of ανηφόρι; cf κατηφόρα]
- upward slope, ascent, rise (syn ανηφόρι, ανηφοριά, ανηφόρισμα 1b, ανήφορος, ανωφέρεια L, ant κατηφόρα, κατήφορος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανηφοράκι [aniforáci] το,
- small ascent or rise (syn ανηφοράκος, ant κατηφοράκι, κατηφοράκος):
- ανέβηκε, πήρε ~ |
- παρέκει, ~ σηκώνει τη γη προς το Δρομοκαΐτειο (ChZalokostas) |
- το ~ οδηγεί στ' απότομα βράχια (id.) |
- οι γιγάντιες μιμόζες κ' οι μαγνόλιες μια το πλακώναν, μια το ξεσκέπαζαν το ~ του καμπαναριού (Kastanakis) |
- folks. θέλω να πάω ανήφορο, να πάω ~, | βρίσκω κλαράκι φουντωτό, και ριζιμιό λιθάρι (Theros) |
- poem λίγο ~ ακόμα | μένει για να φτάσουμε | στην Aκρόπολη που πάμε (Stavrou Ar)
[dimin form of ανήφορος w. suff -άκι]
- small ascent or rise (syn ανηφοράκος, ant κατηφοράκι, κατηφοράκος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανηφοράκος [aniforákos] ο, s. ανηφοράκι
- :
- πέσαμε στην παλαιότερη συνοικία της πόλης όπου αρχίζει κ' ένας ~ (Athanasiadis-N)
[augmentat. of ανηφοράκι]