Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανηφοριά
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανηφοριά η [aniforjá] Ο24 : ο ανήφορος: Στις ανηφοριές της παλιάς συνοικίας.

[ανήφορ(ος) -ιά]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανηφοριά [aniforjá] η,
  • upward slope, ascent, rise (syn in ανηφόρα):
    • πήρα την ~ |
    • τη νύχτα ανεβαίνουν με το Διονύση την ~ του λόφου (Myriv) |
    • κατεβαίνοντας τη λεωφόρο, ελκύστηκε από τα στενοσόκακα και τις ανηφοριές των Aναφιώτικων (KPolitis) |
    • τ' αυτοκίνητα δεν προχωρούσαν πέρ' απ' τις πρώτες ανηφοριές (Charis) |
    • μας βαράν με πολυβόλα από τις ανηφοριές του Παγκρατιού (ChZalokostas) |
    • poem σε ψηλές ανηφοριές | σαν κοτσύφι εχύθηκα (Papantoniou) |
    • για σε, για σε ασκητέψαμε το αδάμαστο ποδάρι | εκεί που βράχια μοναχά, χαλίκι, ~ (Sikel) |
    • πού είναι η γνώριμη ~ του μικρού Σεπτεμβρίου (Elytis)

[der of ανήφορος; cf κατηφοριά, der of κατήφορος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανηφοριάζω [aniforjázo] Ρ2.1α : (σπάν. για δρόμο ή έδαφος) γίνομαι ανηφορικός, έχω κλίση προς τα πάνω· ανηφορίζω. ANT κατηφοριάζω: Aπό ένα σημείο και πέρα ο δρόμος ανηφοριάζει.

[ανήφορ(ος) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες