Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανηφορίζω [aniforízo] Ρ2.1α : ANT κατηφορίζω. 1. προχωρώ σε ανηφορικό δρόμο ή έδαφος: Tο πρωί θα ανηφορίσουμε προς την κορυφή του βουνού. || (λογοτ.) ακολουθώ πορεία, τροχιά προς τα πάνω: Ο ήλιος ανηφόριζε. 2. (για έδαφος, δρόμο κτλ.) α. γίνομαι ανηφορικός, έχω κλίση προς τα πάνω: Aπό δω και πέρα το μονοπάτι ανηφορίζει. β. οδηγώ σε υψηλότερο μέρος: Ο δρόμος ανηφόριζε ως την κορυφή.
[ανήφορ(ος) -ίζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανηφορίζω [aniforízo] (& ανηφορώ, D & poet ανηφοράω) ipf ανηφόριζα & ανηφορούσα, aor ανηφόρισα (subj ανηφορίσω)
- ① intr go up, ascend (near-syn ανεβαίνω 1, ant κατηφορίζω):
- ανηφόριζε προς το σπίτι |
- οι χωρικοί ανηφορίζουν τρεχάτοι |
- προχωρούσε ανηφορίζοντας από χωριό σε χωριό |
- ανηφόρισε ήσυχα και χώθηκε μες στο δρυμό (Vlachogiannis) |
- κανένας δεν κοτούσε ν' ανηφορίσει κατά το καφενεδάκι του Διαμαντόγλου (Myriv) |
- ένας γίγαντας, θαλασσομάχος κι ορειβάτης, ήταν αυτός που ανηφορούσε (Kazantz) |
- τα βήματα ολοένα ανηφορίζουν για το παλιό μεσαιωνικό κτίσμα (Venezis) |
- το βυθόψαρο συνήθως ανηφορίζει όταν κυνηγάει (Potamianos) |
- poem ανηφοράω χαρούμενος και δίνω και βρετίκια (Athanas) |
- στο τρίτο ανηφορεί σκαλί του θυσιαστηρίου | κι αρχίζει έναν πασίχαρο παιδιάτικο χορό (Sikel) |
- θ' ανηφορίσουμε μαζί | στα γνώριμά σου μονοπάτια (Seferis) |
- κ' εκείνος, λαχταρώντας | και μοναχά καπνό απ' τον τόπο του να ιδεί ν' ανηφορίζει, | ανέλπιδος ποθεί το θάνατο (Homer Od 1.58 Kaz-Kakr) |
- συρμές μερμήγκια ανθρώποι ανηφορούν με βιάση από το χώμα (Kazantz Od 16.665)
- ⓐ go uphill, ascend, climb, of road, path (ant κατηφορίζω):
- το μονοπάτι ανηφορίζει |
- ο δρόμος λόξευε κι ανηφόριζε σιγά σιγά ανάμεσα σ' ελιές κι αμπέλια (Drosinis) |
- τα στενά καλντερίμια ανηφορίζουν γραφικά ανάμεσα σε όμορφα λευκά σπίτια (Varelas)
- ⓑ fig move up, rise, advance (near-syn ανεβαίνω 4, προχωρώ):
- όλα τα χάρβαλα και τα σάπια .. θα εμπόδιζαν τη ζωή ν' ανηφορίσει (Kazantz) |
- πλήθος μαθητών άρχισε ν' ανηφορίζει προς τη μέση εκπαίδευση (Papanoutsos) |
- πέτυχαν με τη μόρφωση και τις ικανότητές τους ν' ανηφορίσουν σε κορυφαίες θέσεις (id.) |
- μεγάλωναν τ' αναστήματα, τα συναισθήματα ανηφόριζαν προς την αποθέωση (Panagiotop)
- ② trans go or move up, ascend, climb, mount (near-syn ανεβαίνω 2, ant κατηφορίζω):
- ανηφοράω το βράχο |
- ανηφόριζε απότομες πλαγιές |
- εκεί ξετυλίγεται ο απέραντος δρόμος που έχουμε ακόμα ν' ανηφορίσουμε (Athanasiadis-N) |
- πρέπει ν' ~ τα σκαλωτά δρομάκια |
- poem τα ύψη τ' απρόσιτα, τα τολμηρά | τ' ανηφόρισες για πάντα (Xydis)
[fr LMG (Somavera, 1709) ανηφορίζω, der of ανήφορος; cf κατηφορίζω]
- ① intr go up, ascend (near-syn ανεβαίνω 1, ant κατηφορίζω):