Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανησυχητικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανησυχητικός -ή -ό [anisixitikós] Ε1 : που εμπνέει, που προκαλεί ανησυχία: Διαδόθηκαν ανησυχητικές ειδήσεις. H παγκόσμια κατάσταση είναι ανησυχητική. ανησυχητικά ΕΠIΡΡ κατά τρόπο που προκαλεί ανησυχία: H κρίση στις διεθνείς σχέσεις οξύνεται ~.

[λόγ. ανησυχη- (ανησυχώ) -τικός μτφρδ. γαλλ. inquiétant]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανησυχητικός, -ή, -ό [anisiçitikós] s. ανησυχαστικός
:
  • ανησυχητικές ειδήσεις, σκέψεις, στατιστικές, φήμες |
  • ανησυχητικά σημάδια, φαινόμενα |
  • το προηγούμενο εικοσιτετράωρο ήταν ανησυχητικό |
  • τα αποτελέσματα των αναλύσεων θαλασσίου νερού είναι αρκετά ανησυχητικά για την υγεία των λουομένων |
  • το μέλλον μας, ακόμα και το πιο κοντινό, μας φαίνεται σήμερα συγκεχυμένο, σκοτεινό και ανησυχητικό στο έπακρο (Theotokas) |
  • δεν εμποδίστηκε να του ειπεί ότι τον έβρισκε σε κατάσταση υγείας ανησυχητική (Karyotakis) |
  • η απομόνωση της Eλλάδος έγινε πια εξαιρετικά ανησυχητική (Petsalis) |
  • βλέπαμε ένα μαρασμό και μια ανησυχητική αδράνεια στους πνευματικούς κύκλους της επαρχίας (Charis) |
  • η τελευταία απογραφή παρουσιάζει τον πληθυσμό μειωμένο σε βαθμό ανησυχητικό (Chatzinis) |
  • παντού ακούγονται παράπονα των εκδοτών και των συγγραφέων για την ανησυχητική πτώση της κυκλοφορίας του βιβλίου (Thrylos) |
  • η σημερινή οικονομική κατάσταση εμφανίζεται εξαιρετικά ανησυχητική (Angelop)

[fr kath (neol, Koumanoudis) ανησυχητικός, der of *ανησυχητός (: ανησυχώ) w. suff -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες