Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανησυχητικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανησυχητικά [anisiCitiká] adv = ανησυχαστικά
:
  • είναι ~ άρρωστος |
  • ο αριθμός των μυστικών πρακτόρων του εχθρού έχει ~ αυξηθεί |
  • όλ' αυτά δημιουργούν, σε μάζες από παιδιά και εφήβους, μια ψυχολογία που θυμίζει ~ εκείνην του χαϊδεμένου παιδιού της πλουτοκρατικής οικογένειας (Theotokas) |
  • μακάριοι οι πιστεύοντες· όσοι όμως δεν συμμεριζόμαστε την πίστη τους, ~ σκούρο βλέπουμε τον πίνακά μας (Palaiologos)

[der of ανησυχητικός; cf kath (neol, Koumanoudis) ανησυχητικώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες