Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανησυχητικά [anisiCitiká] adv = ανησυχαστικά
- :
- είναι ~ άρρωστος |
- ο αριθμός των μυστικών πρακτόρων του εχθρού έχει ~ αυξηθεί |
- όλ' αυτά δημιουργούν, σε μάζες από παιδιά και εφήβους, μια ψυχολογία που θυμίζει ~ εκείνην του χαϊδεμένου παιδιού της πλουτοκρατικής οικογένειας (Theotokas) |
- μακάριοι οι πιστεύοντες· όσοι όμως δεν συμμεριζόμαστε την πίστη τους, ~ σκούρο βλέπουμε τον πίνακά μας (Palaiologos)
[der of ανησυχητικός; cf kath (neol, Koumanoudis) ανησυχητικώς]