Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανησυχαστικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανησυχαστικός -ή -ό [anisixastikós] Ε1 : (σπάν.) ανησυχητικός.

[λόγ. < ανησυχητικός κατά το συνοπτ. θ. ησυχασ- του ησυχάζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανησυχαστικός, -ή, -ό [anisixastikós]
  • disquieting, disturbing, alarming (syn ανησυχητικός, ant καθησυχαστικός):
    • ανησυχαστική κατάσταση |
    • ανησυχαστικές ειδήσεις |
    • ανησυχαστικά λόγια, νέα, συμπτώματα |
    • είναι ~ ο αριθμός των αποτυχημένων γάμων (Katsigra) |
    • η παράταση της απουσίας σου και η σιωπή σου ήσαν πάντοτε ανησυχαστικά (Palam) |
    • η σιωπή μέσα στο σκοτάδι μού φάνηκε τόσο ιερή, τόσο ανησυχαστική, που δεν τόλμησα να φωνάξω (Kazantz) |
    • στο αναμεταξύ πολλά μαγειρεύονται, πολλά άλλα μαθεύονται, όλο και πιο ύποπτα, όλο και πιο ανησυχαστικά (Petsalis) |
    • η εποχή μας εμφανίζει στην καλλιτεχνική περιοχή μια ανησυχαστική στασιμότητα (Thrylos) |
    • το ηφαίστειο δείχνει με τους βρυχηθμούς του ότι μπήκε στο στάδιο ανησυχαστικής ενεργείας (Ouranis) |
    • εκτός από την ανεπάρκεια αυτών των ειδών υπήρχαν κι άλλοι λόγοι, που έκαναν την κατάσταση περισσότερο ανησυχαστική (Angelop) |
    • μέσα στο προφητικό της παραμιλητό προφέρει βαρυσήμαντα και ανησυχαστικά για τον Nέρωνα λόγια (EIR Taxidia) |
    • ησυχάζω); cf καθησυχαστικός

[fr kath ανησυχαστικός, cpd of pref αν- & LK (2nd-3rd c. AD) ησυχαστικός (: ησυχάζω); cf καθησυχαστικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες