Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανημποριά η [animborjá] Ο24 & ανημπόρια η [animbórja] Ο25α : ασθένεια, αρρώστια, αδιαθεσία και (ως αποτέλεσμά τους) αδυναμία, εξάντληση: Δεν μπορούσα να κουνήσω τα πόδια μου από την ~. || φτώχεια, ανέχεια.
[ανήμπορ(ος) -ιά, -ια]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανημποριά η· ανημπόρια.
-
- 1) Aδυναμία σωματική:
- (Eρωτόκρ. Δ´ 314).
- 2) Xρηματική αδυναμία, φτώχια:
- (Σουμμ., Pεμπελ. 192).
[<επίθ. ανήμπορος + κατάλ. ‑ιά. T. ‑ία στο Bλάχ. (ανυ‑). O τ. και σήμ. H λ. στο Somav. (λ. ανε‑) και σήμ.]
- 1) Aδυναμία σωματική:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανημπόρια [animbórja] η, (& region. ανημποριά)
- ① weakness, feebleness, debility (syn αδυναμία 2, ατονία, εξάντληση):
- τραυματίες, άρρωστοι, κάθε λογής ~ και μιζέρια |
- και κείνη η ανημποριά στα γόνατα ήταν άλλο πράμα (Myriv) |
- ο Mανόλης, χλωμός και τρεμάμενος, αισθάνθηκε ξανά την ανημποριά του (Theotokas) |
- νοιώθει το τουφέκι του βαρύ στον ώμο, τόση είναι η ανημποριά του από την κακοπάθεια της πολιορκίας (Panagiotop)
- ② lack of strength, weakness (syn αδυναμία 1, ant δύναμη):
- δεν μπορούμε πια να κρυφτούμε πίσω από την κακομοιριά τάχατε και την ανημποριά του ανθρώπου (Kazantz) |
- το ηθικό τους ήταν δηλητηριασμένο από τη συναίσθηση της ανημπόριας (Terzakis) |
- δεν ήταν απ' ανηξεριά κι ~ του που δεν μπορούσε να ζωγραφίσει (Vlami) |
- γύρω του βλέπει τη μηδαμινότητα και την ανημποριά (Chourmouzios) |
- poem σπαθί του νου μου, ανημποριά, κ' ήρθε το βράδυ (Palam)
- ⓐ inability, incapacity (syn αδυναμία 3, ανικανότητα):
- σ' άλλα σπίτια κλαίγανε την ~ τους να σωθούνε (Petsalis) |
- βαριά πίκρα είχε σταλάξει μέσα του η ~ να ζήσει σα θαλασσινός στη ζωή (Bastias) |
- ήρθανε σε δαύτους από ανημποριά να τους αντισταθούνε (ADoxas) |
- poem σ' αγνάντευα, άβουλος και ανήμπορος | να σε γλυτώσω, κι ας λαχτάριζα, | καταφρονούσα την ανημποριά μου (Palam)
[fr MGανημπόρια (& -ιά) ← MG *ανημπορία (cf dial ModG ανημπορία in IΛ, s.v.), der of ανήμπορος w. suff -ία; cf αδυναμία, der of αδύναμος, αρρωστία (άρρωστος) etc]
- ① weakness, feebleness, debility (syn αδυναμία 2, ατονία, εξάντληση):