Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανηλικιότητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανηλικιότητα [aniliciótita] η, (L)
  • minority, immaturity (ant L ενηλικιότητα):
    • διαφωτισμός είναι το να βγει ο άνθρωπος από την ~ (Theodoridis)

[fr kath (neol]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες