Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανηλικιότητα [aniliciótita] η, (L)
- minority, immaturity (ant L ενηλικιότητα):
- διαφωτισμός είναι το να βγει ο άνθρωπος από την ~ (Theodoridis)
[fr kath (neol]
- minority, immaturity (ant L ενηλικιότητα):