Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανηθικότητα η [aniθikótita] Ο28 : 1α.η ιδιότητα του ανήθικου. ANT ηθικότητα: H ανηθικότητά του τον οδήγησε σε ανεπίτρεπτες πράξεις. β. η κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ηθικής: H ~ της σημερινής βιομηχανικής κοινωνίας. 2. η ανήθικη πράξη, ο ανήθικος λόγος: Mου διηγήθηκε ένα σωρό ανηθικότητες.
[λόγ. ανήθικ(ος) -ότης > -ότητα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανηθικότητα [aniθikótita] η,
- immorality, wickedness, immoral or evil act (syn το ανήθικο, ant ηθικότητα):
- αλύπητα χτυπά την ~ του M. (Palam) |
- αυτοί είναι αγνά χωριατόπουλα, που τα παίρνει το στράτευμα αθώα και σεις τους μπάζετε ανηθικότητες στο κεφάλι (Myriv) |
- τον ρωτούσε κάθε τόσο πώς είναι δυνατό να εκθέτουν δημόσια τέτοιες ανηθικότητες (Tsirkas) |
- πολλοί Eγγλέζοι σηκώνουν φωνή, καταγγέλνουν την ~ (Kazantz) |
- δε νοιώθει τον εαυτό του άξιο για μια τέτοιαν ~ (Paroritis) |
- παραδέχεται την αδικία ως ~ (Platis) |
- κατηγορούσε τους ηγέτες της εκκλησίας για την υλοφροσύνη και την ανηθικότητά τους (Kanellop) |
- τι να πιστέψουμε, όταν εντιμότητα και ανεντιμότητα, ηθική και ~, κυλινδούνται μ' αυτόν τον τρόπο; (Ploritis) |
- το παγκόσμιο θέατρο μάς έχει ξεφουρνίσει αρκετά έργα, που η μόνη τους αξία είναι η ελαφρά ανηθικότητά τους (Athanasiadis-N) |
- ένας άντρας, ντυμένος γυναίκα πάνω στη σκηνή, μας γεννάει την αξία της απρέπειας και της ανηθικότητας (Moustoxydis) |
- αυτά τα θεωρώ ανηθικότητες και τα πατάσσω (KPapa)
[fr kath (neol, Koumanoudis) ανηθικότης, der of ανήθικος w. suff -της]
- immorality, wickedness, immoral or evil act (syn το ανήθικο, ant ηθικότητα):